συγκλέπτης

συγκλέπτης
ὁ, Α [κλέπτης]
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκλέπτης — fellow thief masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՂԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0567 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 12c ա. συγκλέπτης, κοινωνός κλεπτῶν socius furti Ընկեր գողոյ. մասնակից գողութեան. ... *Իշխանք ձեր գողակիցք են գողոց. Ես. ՟Ա. 23: *Գողն եւ գողակիցն ʼի միում պատժի են. Յճխ. ՟Ի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”